πρόσκρουση — η το να προσκρούει κανείς, το σκόνταμμα, η προσάραξη πλοίου: Η πρόσκρουση του αυτοκινήτου στο δέντρο υπήρξε σφοδρή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόσκρουση — η / πρόσκρουσις, ούσεως, ΝΑ [προσκρούω] το να προσκρούει κανείς πάνω σε κάποιον ή κάτι, το να έρχεται σε βίαιη επαφή, σε σύγκρουση νεοελλ. 1. σκόνταμμα 2. μτφ. σύγκρουση αρχ. προσβολή ή δυσαρέστηση κάποιου … Dictionary of Greek
προσκρούσηι — πρόσκρουσις dashing against fem dat sg (epic) προσκρούσῃ , προσκρούω knock against aor subj mid 2nd sg προσκρούσῃ , προσκρούω knock against aor subj act 3rd sg προσκρούσῃ , προσκρούω knock against fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποστρακισμός — ο (Α ἐποστρακισμός) [εποστρακίζω] νεοελλ. η μεταβολή διευθύνσεως βλήματος κατά την πρόσκρουσή του σε μια επιφάνεια αρχ. το πέταγμα στη θάλασσα όστρακου ή βότσαλου έτσι ώστε να αναπηδά με την πρόσκρουση … Dictionary of Greek
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
σκόνταμμα — το 1. πρόσκρουση σε κάποιο εμπόδιο κατά το βάδισμα: Με ένα σκόνταμμα βρέθηκε κάτω. 2. πρόσκρουση, γενικά, σε εμπόδιο: Το σκόνταμμα της υπόθεσης αυτής θα μας στοιχίσει ακριβά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… … Dictionary of Greek
αλίξαντος — ἁλίξαντος, ον (Α) 1. αυτός που τρίβεται, φθείρεται από τη θάλασσα 2. «ἁλίξαντος μόρος» θάνατος από πρόσκρουση σε βραχώδη ακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἃλς) + ξαίνω] … Dictionary of Greek
αλίστονος — ἁλίστονος, ον (Α) 1. αυτός που ηχεί όπως η θάλασσα ή αντηχεί από την πρόσκρουση τής θάλασσας 2. (για τους ψαράδες) αυτός που στενάζει, που μοχθεί στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + στόνος «στεναγμός» < στένω «στενάζω»] … Dictionary of Greek
αλληλοτυπία — ἀλληλοτυπία, η (Α) αμοιβαίο κτύπημα, αμοιβαία πρόσκρουση ή συμπίεση (πρόκειται για τα άτομα τού Δημοκρίτου). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλληλότυπος < ἀλληλο * + τύπος < τύπτω] … Dictionary of Greek